ορθοδρομία

ορθοδρομία
η [ορθοδρομώ]
ναυτ. μορφή ναυσιπλοΐας κατά την οποία το ποντοπόρο πλοίο ταξιδεύει πάνω στο τόξο μέγιστου κύκλου τής Γης που συνδέει τον αρχικό με τον τελικό τόπο προορισμού ή με άλλο ενδιάμεσο σημείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • ορθοδρομικός — ή, ό [ορθοδρομία] αυτός που αναφέρεται στην ορθοδρομία («ορθοδρομικοί χάρτες») …   Dictionary of Greek

  • ορθοδρομώ — (Α ὀρθοδρομῶ, έω) κινούμαι κατευθείαν προς τα εμπρός νεοελλ. ναυτ. πλέω με ορθοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ευθυ δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • ορθοδρόμηση — η (Μ ὀρθοδρόμησις) [ορθοδρομώ] το τρέξιμο σε ευθεία γραμμή, ευθυδρομία, ευθυπορία, ορθοδρομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”